-
1 ανέκδοτο(ν)
το анекдот -
2 ανέκδοτο(ν)
το анекдот -
3 ανέκδοτο
[анэкдото] ουσ. о. анекдот.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανέκδοτο
-
4 ανέκδοτο
[анэкдото] ουσ ο анекдот. -
5 ανέκδοτο
1) anecdote2) blague -
6 ανέκδοτο
anegdota (f) rzecz. -
7 ανέκδοτο
anekdota -
8 ανέκδοτο
anecdoteΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανέκδοτο
-
9 anekdot
ανέκδοτο -
10 fıkra
ανέκδοτο, ιστοριουλα -
11 anecdote
ανέκδοτο -
12 anekdota
ανέκδοτο -
13 anecdote
ανέκδοτο -
14 anegdota
ανέκδοτο -
15 анекдот
-
16 анекдот
анекдотм τό ἀνέκδοτο[ν]. -
17 затасканный
затасканн||ыйразг1. прич. от затаскать·2. прил (заношенный) τριμμένος, παληωμένος, μεταχειρισμένος·3. прил перен (банальный) (τε)τριμμένος, κοινός:\затасканныйое выражение ἡ (τε)τριμμένη ἐκφραση· \затасканный анекдот παληωμένο ἀνέκδοτο. -
18 anecdote
['ænikdout](a short amusing story, especially a true one: He told us anecdotes about politicians that he knew.) ανέκδοτο -
19 joke
[‹əuk] 1. noun1) (anything said or done to cause laughter: He told/made the old joke about the elephant in the refrigerator; He dressed up as a ghost for a joke; He played a joke on us and dressed up as a ghost.) αστείο, ανέκδοτο, φάρσα, χωρατό2) (something that causes laughter or amusement: The children thought it a huge joke when the cat stole the fish.) αστείο2. verb1) (to make a joke or jokes: They joked about my mistake for a long time afterwards.) αστειεύομαι2) (to talk playfully and not seriously: Don't be upset by what he said - he was only joking.) αστειεύομαι•- joker- jokingly
- it's no joke
- joking apart/aside
- take a joke -
20 анекдот
[ανιγκντότ] ουσ. α. ανέκδοτο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανέκδοτο — το βλ. ανέκδοτος … Dictionary of Greek
ανέκδοτος — η, ο 1. αυτός που δεν εκδόθηκε, δε δημοσιεύτηκε: Πολλές σημαντικές μελέτες του ήταν ακόμη ανέκδοτες. 2. το ουδ. ως ουσ., το ανέκδοτο σύντομη αφήγηση χαρακτηριστικού επεισοδίου, συνήθως εύθυμου, που αναφέρεται σε ιστορικό πρόσωπο και διασώθηκε με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Христопулос, Афанасиос — Афанасиос Христопулос Афанасиос Христопулос (греч. Αθανάσιος Χριστόπουλος, Кастория май 1772 года Бухарест 19 января … Википедия
ανέκδοτος — η, ο (AM ἀνέκδοτος, ον) αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος νεοελλ. 1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην 2. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
απομνημόνευμα — Αφήγηση για ένα γεγονός ή γεγονότα από πρόσωπο που πήρε ενεργό μέρος σε αυτά ή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το α. αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, αλλά δεν είναι πάντα απαλλαγμένο από τον προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή τις αντιλήψεις και τις… … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… … Dictionary of Greek
καποντόπερα — (λέξη χωρίς γένος και αριθμό, η οποία χρησιμοποιείται κωμικά) εκπληκτικός, εξωφρενικός, παράδοξος («αυτό το ανέκδοτο είναι καποντόπερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. capo d’ opera «αριστούργημα»] … Dictionary of Greek
νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… … Dictionary of Greek
σκαμπρόζικος — η, ο, Ν [σκαμπρόζος] σκανταλιάρικος, πιπεράτος, πικάντικος («σκαμπρόζικο ανέκδοτο») … Dictionary of Greek
σπαρταριστός — ή, ό Ν [σπαρταρίζω] 1. αυτός που σπαρταράει, που ασπαίρει 2. φρέσκος, λαχταριστός («σπαρταριστά ψάρια») 3. ζωντανός, συναρπαστικός (α. «σπαρταριστή περιγραφή» β. «σπαρταριστό ανέκδοτο») 4. φρ. «σπαρταριστά γέλια» ζωηρά και ηχηρά γέλια … Dictionary of Greek